Ήταν Δεκέμβριος του 1984, νομίζω 3 του μήνα, όταν πέρασα την Πύλη του Στρατοπέδου ΚΕΕΜ της Σπάρτης, για να υπηρετήσω τη θητεία μου.
Ταξίδεψα βράδυ με το τρένο, με είχε πάει ο πατέρας μου στο Σταθμό Λαρίσης θυμάμαι. Φτάνοντας στην Σπάρτη τα ξημερώματα, ήταν βέβαια κι άλλοι που πήγαιναν εκεί, όλοι μαζί κατεβήκαμε, πήγαμε σε κοντινό καφέ που ήταν ανοιχτό, καθήσαμε, γελάσαμε, τα είπαμε. Έτσι κι αλλιώς μας περίμεναν δυο χρόνια "στο χακί".
Κατά το μεσημέρι πήγαμε, υπάρχε λεωφορείο που πήγαινε στο ΚΕΕΜ από το κέντρο της πόλης. Αφού περάσαμε την Πύλη, μάθαμε ότι θα καταταγούμε στο 2ο Τάγμα, Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσύλλεκτων – ΚΕΝ, όπου διεξάγεται η εκπαίδευση των νεοσύλλεκτων του Σώματος.
Περάσαμε από το γιατρό, από την "μπουτίκ" να ντυθούμε, από τον κουρέα όσοι έπρεπε. Η είσοδος των νεοσυλλέκτων έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί με τη δύση του ηλίου της συγκεκριμένης μέρας. Μια και ήταν Δεκέμβρης, καταλαβαίνετε ότι η δύση ήταν κατά τις πεντέμιση. Εκείνη την ώρα περίπου, το φως της ημέρας άρχισε να χάνεται, η μεγαλοπρέπεια του στρατοπέδου τυλίχτηκε σε φώτα προβολέων, οι νεοσύλλεκτοι κοίταζαν με δέος πια. Ώσπου από το βάθος του δρόμου, εμφανίστηκαν φώτα δυνατά, από επερχόμενο αυτοκίνητο. Σταμάτησε μπροστά στην Πύλη μια λιμουζίνα της εποχής, άνοιξε η πίσω πόρτα και βγήκε κάποιος με κελεμπία. Οι μυημένοι φώναξαν, "ο Τζίμης...".
Κοιταχτήκαμε και αρχίσαμε να κρυφογελάμε, επαναλαμβάνω οι μυημένοι. Οι υπόλοιποι κοίταζαν ανήμποροι να αντιδράσουν στο θέαμα. Σε αυτούς ανήκε και ένα ανερχόμενο αστέρι του ελληνικού ποδοσφαίου τότε, ο Κυριάκος ο Μπιμπισίδης, ο οποίος μόλις είχε ξεκινήσει την καριέρα του στον Άρη σαν σέντερ φορ. Ήταν από τους πρώτους που γνώρισα και συνδέθηκα στο στρατόπεδο, βλέπετε ήμουν γνώστης των τεκταινομένων στα γήπεδα και μου άρεσε πάρα πολύ το ποδόσφαιρο, ο Κυριάκος βρήκε άνθρωπο να τα λέει.
Με ρωτάει ο Κυριάκος, "ρε Κώστα, τι είναι αυτός;". Του λέω, "φίλε, από Μουσικές Ταξιαρχίες έχεις γνώση;". Μου γνέφει το κεφάλι αρνητικά και συνεχίζει να κοιτάει. Τη χρονιά εκείνη ο Τζίμης και οι Μουσικές Ταξιαρχίες είχαν βγάλει το "Αν Η Γιαγιά Μου Είχε Ρουλεμάν", με το "Γ..... γιατί χανόμαστε", το "Γιαγιά πατίνι" (φωνητικά έκανε η Μαντώ) κλπ.
Δε θα μακρυγορήσω, απλά να πω ότι την ίδια μέρα έφυγε με εκ νέου αναβολή ή οριστική αποστράτευση. Όμως μας μάζεψε σε μια γωνιά και λέει "σας λυπάμαι μαλάκες, θα σας λυπάμαι τα δύο επόμενα χρόνια, ειδικά εσάς που βλέπω τώρα τα πρόσωπά σας. Και θα σας λυπάμαι όσο ζω γιατί γνώρισα σήμερα μερικούς στυλοβάτες του συστήματος". Είπε και το άλλο, "ξέρω ότι οι μισοί δε με ξέρετε και όσοι με ξέρετε δε με χωνεύετε ή θέλετε να με γ.....ετε γιατί έχω το θάρρος να λέω αυτά που πιστεύω. Και για αυτά που πιστεύω τα επόμενα χρόνια θα πληρωθώ πολλά λεφτά κι εσείς θα με χειροκροτάτε και θα με μιμείστε. Αλλά δε με νοιάζει αυτό, μέχρι να πεθάνω θα είμαι πρώτη γραμμή, αυτό να θυμάστε, γεια και χαρά σας παιδάκια με τα χακί τα κωλ...κια".
Τι κι αν πέρασαν 33 χρόνια από τότε, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν σκοπό στη ζωή τους και τον υποστηρίζουν σαν σκοπό ζωής, αλλιώς δεν έχει αξία η ατάκα "μέχρι να πεθάνω". Δεν έχει σημασία αν το "Ερωτικό" του Πανούση παραήταν προσβλητικό για την Ορθοδοξία, στην πραγματικότητα έλεγε όσα έχει πει από μέσα του ένας καψούρης αγανακτισμένος, ένας δειλός που θέλει το ταίρι του, που το βρήκε από άλλη "τάξη". Ποια είναι η υποκρισία μας και γιατί όσα λέμε μέσα μας δεν κατακρίνονται το ίδιο. Βεβαίως οι μέρες αυτές θα γίνουν μέρες "Δούρειου Ήχου", όλοι κάτι θα πουν, φίλοι και εχθροί. Μένω με αυτό που υποσχέθηκε ο Πανούσης και το άκουσα με τα αφτιά μου, "... μέχρι να πεθάνω θα είμαι πρώτη γραμμή". Το υποσχέθηκε και το έκανε... Και μάρτυς μου εγώ...
Κώστας Προβατάς